- κρεμαστός
- κρεμαστόςhungmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρεμαστός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 250 μ., 165 κάτ.) της Εύβοιας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νησιού, 82 χλμ. Α της Χαλκίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κονιστρών του νομού Ευβοίας. * * * ή, ό (AM κρεμαστός, ή, όν) [κρεμάννυμι] 1. αυτός που… … Dictionary of Greek
κρεμαστός — ή, ό αυτός που κρέμεται από κάπου, κρεμασμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρεμαστά — κρεμαστός hung neut nom/voc/acc pl κρεμαστά̱ , κρεμαστός hung fem nom/voc/acc dual κρεμαστά̱ , κρεμαστός hung fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεμαστῶν — κρεμαστός hung fem gen pl κρεμαστός hung masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεμαστόν — κρεμαστός hung masc acc sg κρεμαστός hung neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεμασταῖς — κρεμαστός hung fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεμασταί — κρεμαστός hung fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεμαστοῖς — κρεμαστός hung masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεμαστοί — κρεμαστός hung masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεμαστοῦ — κρεμαστός hung masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)